- ἐυννήτους
- ἐϋννήτους , ἐύννητοςwell spunmasc/fem acc pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εΰννητος — ἐΰννητος, ον (Α) (επικ. τ. αντί εύνητος) αυτός που έχει γνεστεί ή υφανθεί καλά, καλογνεσμένος, καλοϋφασμένος («οἱ δὲ χιτῶνας εἵατ ἐϋννήτους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευς (ευ) + νητός «υφασμένος (< νήθω «γνέθω»)] … Dictionary of Greek